Σόρων

Σόρων
Σόρων
masc nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σορῶν — σορός vessel for holding fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • СОРОН —    • Σόρων,          лес, лежавший в Северной Аркадии около Клитора, богатый вепрями, медведями и черепахами. Paus. 8, 23, 8 …   Реальный словарь классических древностей

  • Σόρωνα — Σόρων masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σόρωνος — Σόρων masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιλλίβαντας — Μεταλλική ή ξύλινη κατασκευή που χρησιμεύει στη στήριξη των πυροβόλων, καθιστώντας δυνατή τη μεταφορά και τον χειρισμό τους και διευκολύνοντας τη σκόπευση. Οι σύγχρονοι κ. του πυροβολικού (είτε κινητού τύπου είτε σταθεροί) διαθέτουν όργανα… …   Dictionary of Greek

  • РУССКИЙ УКАЗАТЕЛЬ СТАТЕЙ — Абант Άβας Danaus Абанты Άβαντες Абарис Άβαρις Абдера Abdera Абдулонома Абдул Abdulonymus Абелла Abella Абеллинум Abellinum Абеона Abeona Абидос или Абид… …   Реальный словарь классических древностей

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”